ΠΩΣ Ο ΘΕΟΣ ΑΤΤΗΣ..


Εκτός από τον Αθηναϊκό μύθο του Ικάρου που είναι πασίγνωστος στην επικράτεια και που οι Ικάριοι διεκδικούν και μια άλλη εκδοχή του, (δες αρθρογραφία του Δ.Μηλιάδης στην εφημερίδα Ικαρία), υπάρχει και ένας άλλος παλαιότερος μύθος πολύ διαδεδομένος στους πρωτόγονους λαούς γύρω από τη μεσόγειο, ο μύθος του θεού Άττης.

Σύμφωνα με τις αρχικές διαπλάσεις του μύθου αυτού, ο θεός Άττης ήταν ένας χοίρος που ζούσε μέσα στα δάση και που αργότερα, σε υστερότερη ανάπτυξή του, παρουσιάστηκε ως χοιρο-βοσκός.

Όπως γράφει ο ανθρωπολόγος Frazer στο φημισμένο σύγγραμμα του «Ο χρυσός Κλώνος», οι πιστοί του θεού αυτού απευθύνονταν σ΄αυτόν με την κραυγή «Hyes Attes», «Hyes Attes», που σήμαινε Χοίρε Άττη, Χοίρε Άττη, μια και η Φρυγική λέξη Hyes είναι μια μορφή της ελληνικής λέξης «υς» «hys», «χοίρος».

Πάντως αυτός ο χοιρο-βοσκός σε υστερότερη εκδοχή του μύθου, παρουσιάστηκε ως εραστής της μεγάλης Μητέρας – Θεάς, προσωποποίηση όλων των δυνάμεων αναπαραγωγής της φύσης.

Αργότερα, ο εραστής – χοιροβοσκός για λόγους που δεν αναφέρει ο μύθος, είτε σκοτώθηκε από ένα Κάπρο – αντίζηλό του, είτε αυτό-ευνουχίστηκε και πέθανε αιμορραγώντας κάτω από ένα πεύκο. Γι΄αυτό και οι ιερείς που ήταν αφιερωμένοι στο θεό αυτό, έπρεπε να είναι ευνούχοι και να κρεμούν ομοιώματα του θεού επάνω στα πεύκα, γιατί πιστευόταν ότι το πνεύμα του σκοτωμένου θεού κατοικεί έκτοτε μέσα στα δέντρα αυτά.

Ο μύθος αυτός, θα μπορούσε να φανεί σε μας σήμερα που η σχέση μας με τη φύση έχει φτάσει σε οριακό σημείο, πολύ χρήσιμος, αν μπορούσαμε να καταλάβουμε την σημασία του συμβολισμού του.

Πάντως, από τη γνώση που έχει αποθησαυρίσει η σύγχρονη επιστήμη της δασολογίας, γνωρίζουμε πως φυτικός και άγριος ζωικός κόσμος μέσα στο δάσος είναι ένα αλληλο – υποστηριζόμενο σύστημα, μια βιοκοινότητα που η καταστροφή ενός παράγοντα επιφέρει αλυσιδωτές αναταράξεις, μέχρι να επέλθει μια νέα δομή.

Για εκατομμύρια χρόνια, πριν διαμορφωθεί ο άνθρωπος σ΄αυτό που έχει γίνει σήμερα, οι βιοκοινότητες αναπαράγονταν με τους δικούς τους όρους. Μέχρι που το είδος μας, από ζώο απόχτησε τα ανθρωπινά μας χαρακτηριστικά: αυτά δηλαδή που το διαχωρίζουν από τα άλλα είδη: και «κατάκτησε τη φύση».

Ο άνθρωπος από ζώο πήρε ανθρώπινη μορφή, έγινε βοσκός, κατέστρεψε με την υπερβόσκιση τα δρυοδάση όπου μέσα τους κατοικούσαν οι μεγάλοι θεοί της βροχής, και τελικά αυτοχειριάστηκε όπως ο Άττης κάτω από το πεύκο που επιβιώνει εκεί που τα δεντρίλια της Βαλανιδιάς πεθαίνουν από τα δόντια των γιδιών και από έλλειψη νερού…

Στην Ικαρία σήμερα, καυχιόμαστε ότι μπορέσαμε να κατακτήσουμε τη φύση. Εκεί που άλλοτε διαθέταμε τα χέρια μας, έναν γκασμά και ένα φτυάρι, τώρα διαθέτουμε γιγαντιαία μηχανήματα, σκαπτικά, μπετονιέρες και στρατιές τεχνοκρατών με τους οποίους το σύστημα μας υπόσχεται μέσα από τη μαγική λέξη ΑΝΑΠΤΥΞΗ, τον ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ.

Σίγουρα δεν πρέπει να εξιδανικεύουμε το παρελθόν, που ήταν κοπιαστικό, αλλά από την άλλη, δεν πρέπει να εξιδανικεύουμε και το παρόν, διότι η τεχνολογία είναι επικίνδυνη στα χέρια ανθρώπων, που παριστάνουν τους θεούς. Διότι η ανάπτυξη, αν δεν γίνεται σε μια βάση ορθολογικής διαχείρισης των φυσικών πόρων, και της βιοποικιλότητας των τοπίων, δημιουργεί μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά που λύνει. Ένα τέτοιο αντιορθολογικό παράδειγμα είναι το είδος της συγκοινωνίας που έχουμε στο νησί. Χωρίς δημόσια συγκοινωνία, και χωρίς μέριμνα για το που και πως ανοίγουμε δρόμους.

Ακόμα μεγαλύτερο αντιορθολογικό παράδειγμα είναι η κτηνοτροφική πρακτική που διατηρούμε πάνω στα βουνά της Ικαρίας, που τα οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερη ερημοποίηση, με αποτέλεσμα, (εκτός των άλλων αρνητικών παραγόντων που θα δούμε παρακάτω), τα νερά στο νησί να μειώνονται σταδιακά από δεκαετία σε δεκαετία.

Στο παρόν κείμενο θα παραθέσω κάποια στοιχεία, χωρίς να είμαι ειδικός επί των θεμάτων αυτών, που δείχνουν ότι: αν η

πολιτική για το νερό στην Ικαρία συνεχίσει να μιμείται την υπόλοιπη Ελλάδα, στηριζόμενη μόνο σε γεωτρήσεις και τσιμεντο – φράγματα και όχι σε σοβαρές και εκτεταμένες αναδασώσεις, το νησί θα μπει σε βαθιά κρίση από την έλλειψη ενός αγαθού που είναι το κυριότερο για την ύπαρξη μιας πολιτισμένης κοινωνίας.

Η επιστημονική γνώση της δασοπονίας μας λέγει ομόφωνα και καθαρά πως αν θέλουμε το νερό των βροχών να συγκρατείται στο νησί, να εμπλουτίζει τα υπόγεια ύδατα και να μην καταλήγει ο κύριος όγκος του στη θάλασσα, είναι απαραίτητο να αντιστραφεί η αποδάσωση των βουνών που τώρα συνεχίζεται ασταμάτητα από την αποίμενη κτηνοτροφία.

Να φανταστείτε ότι μόνο δέκα στρέμματα δάσους, μπορεί να συγκρατήσει μέχρι δύο εκατομμύρια λίτρα νερό! (δές Δασική Εδαφολογία, Βύρων Τάντος, Αθανάσιος Παπαϊωάννου, εκδόσεις Παπασωτηρίου Αθήνα 2006).

ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΕΡΟ

Είναι γενικά παραδεκτό από όλους τους έλληνες και ξένους μελετητές, πως το δάσος σε σχέση με άλλα χερσαία οικοσυστήματα, είναι αυτό που μπορεί να συγκρατήσει τις μεγαλύτερες ποσότητες νερού, και να τις διοχετεύσει σταδιακά τον υπόλοιπο χρόνο, ενώ παράλληλα το φιλτράρει και το βελτιώνει σημαντικά. Το φύλλωμα, ο χούμος, η παρεδαφιαία βλάστηση και οι κορμοί δένδρων και θάμνων παρεμποδίζουν και επιβραδύνουν την κίνηση του νερού, αναγκάζοντάς το ή δίνοντάς του το χρόνο να διηθηθεί μέσα στο έδαφος και όχι να τρέξει προς τη θάλασσα παρασέρνοντας το επιφανειακό έδαφος. Εδώ είναι που υπερτερεί το δάσος απέναντι σε όλα τα άλλα χερσαία οικοσυστήματα γιατί το έδαφός του που είναι διασωληνωμένο από τις ρίζες και τις στοές των σκωλήκων, εντόμων και άλλων μικροοργανισμών, παρουσιάζει το μεγαλύτερο πορώδες και τη μεγαλύτερη ταχύτητα διήθησης.

Το δασικό έδαφος μέχρι του κορεσμού του με νερό μπορεί να συγκρατήσει τεράστιες ποσότητες νερού. Για παράδειγμα σε ένα εκτάριο δάσους, το έδαφος με βάθος 0,5m, με ένα πορώδες 57,5%, και υγρασία 28,3% (υδατοϊκανότητα) μπορεί να συγκρατήσει 1.460m3 νερού που ισοδυναμούν με 146mm βροχής. (για τα στοιχεία αυτά δες Σ.Φ.Ντάφης, Δασική Οικολογία, εκδόσεις Γιαχούδη Θεσσαλονίκη 1986).

Το δάσος δρα σαν μια τεράστια ρυθμιστική δεξαμενή αποταμιεύοντας νερό κατά τη διάρκεια των βροχών, μειώνοντας ταυτόχρονα τις πλημμυρικές αιχμές μέχρι 50 – 70% και αποδίδοντας νερό κατά τη διάρκεια της ξηρής περιόδου.

Η ιδιότητα αυτή έχει τεράστια σημασία τόσο για την υδατική οικονομία του ίδιου του δασικού οικοσυστήματος, όσο και για τα γειτονικά επηρεαζόμενα από το δάσος οικοσυστήματα.

Επιπλέον (Όπως γράφει ο Σ.Φ.Ντάφης), πέρα από τη ρυθμιστική του επίδραση στην απορροή του νερού, το δάσος με το έδαφός του, δρα και σαν φυσικό φίλτρο βελτιώνοντας σημαντικά την ποιότητα του νερού που απορρέει από αυτό. Το νερό που περνάει και φιλτράρεται από το έδαφος του δάσους, είναι ποιοτικά ανώτερο από εκείνο που προέρχεται από ακάλυπτες ή γεωργικές εκτάσεις από κάθε άποψη: οργανοληπτική, φυσικοχημική, ραδιενεργό και βακτηριολογική.

Από οργανοληπτική άποψη, η βελτίωση του νερού που προέρχεται από το δάσος, συνίσταται στην καλύτερη διαύγεια, την καλύτερη γεύση, την εξαφάνιση οσμής (άοσμο), στην έλλειψη χρώματος. Από Χημική άποψη, το νερό που προέρχεται από δάσος έχει ευνοϊκότερη αντίδραση PH, μειωμένη συγκέντρωση αμμωνιακών και νιτρικών αλάτων και μια περιεκτικότητα μεγαλύτερη σε ωφέλιμα ιόντα ορυκτών ουσιών. (Nicolaenko, 1973, Molcianov, 1973, Spirodonov, 1966).

Ακόμα ιδιαίτερη σημασία έχει η αντιβακτηριολογική επίδραση του δάσους. Από τον παρακάτω πίνακα του Spiriodonov, βλέπουμε ότι στο νερό που προέρχεται από δάσος, περιέχονται 100 φορές λιγότερα κολοβακτηρίδια συγκριτικά με το νερό που προέρχεται από ακάλυπτες περιοχές.

Βακτηριολογικά χαρακτηριστικά νερών πηγών από ακάλυπτη και από δασωμένη επιφάνεια (Spiriodonov 1966).

Θέση λήψης δείγματος Σπόρια κολοβα- Ελάχιστη ποσότητα

Κτηρίων ανά λί- νερού στην οποία ανα

τρο νερού βρίσκεται ένα κολο-

βακτηρίδιο

Νερό από υπαίθριο 920 1,1

Περιβάλλον

Νερό από δάσος Πεύκης 18 56

Νερό από δάσος Δρυός 9 111

Τα συμπεράσματα των ειδικών είναι ότι οι αποδασώσεις και ερημοποιήσεις των βουνών, όχι μόνο μειώνουν τα αποθέματα νερού στο έδαφος και στις υπόγειες στοές, αλλά υποβαθμίζεται και η ποιότητα των νερών.

Το δασικό έδαφος έχει δυνατότητα μικροβιολογικού, χημικού και φυσικού φιλτραρίσματος του νερού. Επειδή το έδαφος του έχει ιδιότητες που δεν έχουν οι αποψιλωμένες περιοχές: μεγάλο πορώδες, αυξημένη υδατοπερατότητα, ευνοϊκός αερισμός και αφθονία σε ορυκτά συστατικά που βρίσκονται σε κατάσταση κολοειδών.

ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΩΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ ΟΞΥΓΟΝΟΥ

ΚΑΙ ΑΠΟΡΡΥΠΑΝΤΗΣ

Το δάσος δεν είναι μόνο θαυμάσιος φυσικός αποταμιευτής νερού, που το αποδίδει σταδιακά με μια συνεχή ροή όλο το χρόνο μέσω των πηγών. Τα δάσος παράγει και τεράστιες ποσότητες οξυγόνου, που είναι ιδιαίτερα αναγκαίο στις ημέρες μας, μια και η αύξηση του διοξειδίου ανεβάζει τη θερμοκρασία της ατμόσφαιρας.

Ένα δάσος μέσης παραγωγικότητας, παράγει γύρω στους 4 τόννους οξυγόνο το χρόνο ανα εκτάριο. Αν από αυτό αφαιρέσουμε την κατανάλωση οξυγόνου για τις ανάγκες του ίδιου του οικοσυστήματος, μένει μια καθαρή παραγωγή από 2,5 τόννους ανα εκτάριο ή 250 γρ. ανά m2. Αν υπολογίσει κανείς ότι ο άνθρωπος καταναλίσκει 250 kg οξυγόνου το χρόνο, με την αναπνοή του και από την άλλη ο έλληνας παράγει με τη χρήση μηχανών 12,4 τόννους αερίων θερμοκηπίου τον χρόνο, (δες έκθεση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος 2006), τότε, για την κάλυψη των αναγκών μας σε οξυγόνο ανα άτομο, απαιτούνται 5 εκτάρια δάσους. Να σκεφτεί κανείς, ότι μόνο ένα επιβατικό αεροπλάνο που έρχεται στην Ικαρία και επιστρέψει στην Αθήνα, χρειάζεται περίπου 2 τόννους οξυγόνο, που για να παραχθεί, χρειάζεται ένα χρόνο φωτοσυνθετικής διεργασίας από ένα δασικό εκτάριο.

Και να σημειωθεί ότι ενώ η παραγωγή του δάσους σε οξυγόνο είναι δεκαπλάσια από οποιοδήποτε άλλο χερσαίο οικοσύστημα, εμείς στην Ικαρία, ενώ η ετήσια αύξηση κατανάλωσής μας σε οξυγόνο είναι της τάξης του 2,7%, από την άλλη μειώνουμε την παραγωγή οξυγόνου καταστρέφοντας τη δασική βλάστηση.

Αλλά με τη μείωση των δασών, δεν είναι μόνο ότι πολλαπλασιάζεται το διοξείδιο του άνθρακα (co2) και ανεβαίνει η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας, αλλά επιπλέον επιβαρύνεται η ατμόσφαιρα και από αερολύματα που παράγουν οι πάσης φύσεως μηχανές που χρησιμοποιούμε στις δραστηριότητές μας γενικά.

¨Όμως το δάσος δρα και εδώ ως φράγμα απέναντι στους ρυπαντές και σαν παράγοντας απορρύπανσης με δύο τρόπους: Με φυσικομηχανικά μέσα, συγκρατεί στερεά σωματίδια στην επιφάνεια των φύλλων, των κλαδιών και τον φλοιό των δέντρων, θάμνων και χόρτων του δάσους. Υπολογίζεται ότι ένα εκτάριο δάσους Πεύκης μπορεί να συγκρατήσει μέχρι 32 τόννους στερεά σωματίδια, και της Βελανιδιάς 64 τόννους!!! Δρώντας έτσι σαν ένα τεράστιο φίλτρο, απαλλάσσοντας την ατμόσφαιρα από αιωρούμενα στερεά σωματίδια.

Το δάσος επίσης, επιδρά βιοχημικά απορρυπαίνοντας την ατμόσφαιρα μέσω του μεταβολισμού των δέντρων και άλλων χλωροφυλλούχων φυτών.

ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ

Το οικοσύστημα που ονομάζουμε δάσος ή δασογενές, για να υπάρξει και να μας αποδίδει καθαρό νερό, οξυγόνο και να κάνει απορρύπανση της ατμόσφαιρας, είναι απαραίτητο να μην υποβαθμίζεται από ανθρωπογγενείς παρεμβάσεις που αφαιρούν από το οικοσύστημα περισσότερα από αυτά που μπορεί αυτό να αναπληρώσει. Με την υπερβόσκιση, υλοτόμηση, εκθάμνωση, χορτονομή, ή απόληψη φυλλάδας, απομακρύνονται οριστικά από το έδαφος σημαντικές ποσότητες ορυκτών ουσιών. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε υποβάθμιση του εδάφους και στην πτώση της δασικής παραγωγής. Ειδικά σε βουνά με μεγάλη κλίση όπως τα Ικαριακά, αυτό έχει σαν συνέπεια την απόπλυση του εδάφους από τα εναπομείναντα θρεπτικά στοιχεία του, την σταδιακή διάβρωση, σκελετοποίηση και τελικά ερημοποίηση. Γι΄αυτό συστήνεται από τη δασική επιστήμη, δάση σε εδάφη με μεγάλη κλίση να τυνχάνουν ιδιαίτερο προστατευτικό χειρισμό. Όμως για την Ικαρία τέτοιοι προστατευτικοί χειρισμοί δεν υπάρχουν.

«Το έδαφος μεταφέρεται στον πυθμένα της θάλασσας…

Τα ψηλά χωμάτινα βουνά που στο παρελθόν είχαν μεγάλα δάση και βοσκοτόπια έχουν γίνει πετρώδεις εκτάσεις που μοιάζουν με τα κόκαλα ενός αρρώστου σώματος… Στο παρελθόν, το νερό της βροχής χρησιμοποιούνταν και δεν διέσχιζε την άγονη γη όπως συμβαίνει σήμερα. Διηθούνταν και αποθηκευόταν στο έδαφος και στη συνέχεια μοιραζόταν ανάμεσα στις πηγές, στα πηγάδια και στα ρυάκια»

Πλάτωνας (Από τον Κριτία)

Ο Πλάτωνας διατύπωνε αυτές τις απόψεις εδώ και 2.500 έτη, τι θα πρέπει να πούμε εμείς σήμερα, όταν η διάβρωση του εδάφους από τότε έχει αυξηθεί δραματικά;

Η Ικαρία βρίσκεται σε μια περιοχή της μεσογείου με ευαισθησία στην ερημοποίηση, λόγω της σχετικής ξηρασίας που επικρατεί και η οποία έχει αυξητικές τάσεις. Απ’ ότι δείχνουν τα Μοντέλα της Παγκόσμιας Κυκλοφορίας (Global Circulation Models) τα αέρια του θερμοκηπίου οδηγούν σε αλλαγές στη θερμοκρασία και στην περαιτέρω μείωση των βροχοπτώσεων στην περιοχή μας, και ότι το 35% των εδαφών της Ελλάδας κυρίως των ανατολικών περιοχών θα ερημοποιηθούν καθώς η αιολική διάβρωση ειδικά στα νησιά θα επιταθεί. Παρ΄όλλα αυτά οι διοικητικές αρχές που στα καθήκοντά τους είναι η προστασία του περιβάλλοντος το έδαφος των βουνών δεν συγκαταλέγεται στην ατζέντα των ενδιαφερόντων τους.

Η διάβρωση των εδαφών στο νησί, έχει πάρει δραματικές διαστάσεις, διότι στους αρνητικούς κλιματολογικούς και εδαφικούς παράγοντες (μεγάλες κλήσεις, ασβεστολιθικά πετρώματα και μάργες), προστίθεται η ανθρώπινη παρέμβαση, η οποία σύμφωνα με τον Θεόδωρο Δούτσο, (καθηγητή τεκτονικής γεωλογίας) αυξάνει τη διάβρωση, δύο φορές περισσότερο απ΄ότι οι φυσικοί παράγοντες. Και να φανταστεί κανείς ότι για να επαναδημιουργιθεί το διαβρωμένο έδαφος μέχρι το βάθος που εισέρχονται οι ρίζες των δέντρων, (ορίζοντας Β) απαιτείται χρονικό διάστημα 10.000 με 50.000 έτη!

Όλη η δυτική Ικαρία βρίσκεται σε κρισιογόνα κατάσταση, αν και η διάβρωση δεν συμβαίνει μόνο πρόσφατα, αλλά διαρκεί εδώ και χιλιάδες χρόνια. Το έδαφος έχει αποπλυθεί και κατέβει δεκάδες μέτρα, έτσι που εκρηξιγενή πετρώματα, όπως οι γρανίτες που κατά τη διάρκεια της γέννησής τους δεν βγήκαν στην επιφάνεια του εδάφους, αλλά κρυσταλλώθηκαν και στερεοποιήθηκαν σε μεγάλο βάθος, τώρα βρίσκονται εκτεθειμένοι στην επιφάνεια. Ένα φαινόμενο που κάνει πολλούς να απορούν για το πώς βρέθηκε τόση πέτρα.

Και όμως αυτό το ερημοποιημένο έδαφος, αν και έχει δηλωθεί από τη χώρα μας (στα πλαίσια της Ε.Ε.) ως ζώνη Ειδικής προστασίας, (ΦΥΣΗ 2000), με κωδικό GR412005, για να προστατευτεί, στην πράξη δεν έχει γίνει τίποτα, διότι η χώρα μας δεν έχει εκπονήσει ακόμα σχέδια και δεν έχει λάβει μέτρα διαχείρισης για την προστασία του.

Παρόμοια ολόκληρη η περιοχή νότια του επαρχιακού δρόμου που ενώνει το Μάραθο με τη μονή Μουντέ, βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση αποδάσωσης, όπου η χαμηλή βλάστηση (ερεικώνες) έχουν πλέον καταστραφεί από τα γίδια και η διάβρωση χαραδρωτική σε πολλά σημεία έχει προχωρήσει μέχρι το μητρικό πέτρωμα.

ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗ ΦΥΤΙΚΗ ΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ

Η κατά περίπτωση μείωση ή εξαφάνιση του πάχους του επιφανειακού γόνιμου εδάφους, έχει σαν αποτέλεσμα και την αλλαγή στην φυτική κάλυψη του νησιού. Ενώ στη δυτική Ικαρία κυριαρχούσαν άλλοτε τα Δρυοδάση που έχουν περισσότερες απαιτήσεις σε νερό και άλλα θρεπτικά συστατικά, τώρα κυριαρχούν τα Πεύκα που δεν έχουν τόσες απαιτήσεις. Μάλιστα η ερημοποίηση από τη δυτική Ικαρία επεκτάθηκε στην Εριφή, τα Αμμούδια και τον Ζηζόκαμπο, και προχωρεί ανατολικότερα, έφτάσε στους Κήπους και πέρασε μέσα στο Δάσος του Ράντη κουβαλώντας μαζί της το Πεύκο, που είναι ανθεκτικότερο στις αλλαγές.

Η αντικατάστασή της βλάστησης με άλλα ποιο ανθεκτικά είδη στην υποβάθμιση του εδάφους, έχει σαν αποτέλεσμα και τη μεταβολή των μορφολογικών χαρακτηριστικών του εδάφους. Οι μεταβολές αυτές είναι μερικές φορές τόσο αποτελεσματικές, ώστε το έδαφος να αλλάξει από ένα είδος εδάφους σε άλλο.

Αν οι πολιτικές δεν αλλάξουν στο θέμα της αποδάσωσης που σήμερα το προκαλεί η ανεξέλεγκτη αποίμενη κτηνοτροφία, οι πυρκαγιές, και τα εμβαλοματικά έργα, η μοίρα της Ικαρίας είναι να πάρει την όψη των κυκλαδονησιών και να χάσει το νερό της.

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΒΟΣΚΗΣΗΣ ΗΜΕΡΩΝ ΖΩΩΝ ΣΤΟ

ΔΑΣΟΣ

Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο,τον εμφύλιο και τη μαζική μετανάστευση, η γεωργική αυτάρκη οικονομία της Ικαρίας διαλύθηκε, με αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί το δομημένο περιβάλλον αυτής της οικονομίας. Μέρος αυτού του περιβάλλοντος ήταν και το τεράστιο έργο των αναβαθμίδων, μέσω των οποίων εκτός του ότι σχηματιζόταν καλλιεργήσιμη γη μέχρι και τις κορφές των βουνών, ελεγχόταν και η διάβρωση του εδάφους. Όμως με την εγκατάλειψη της γεωργίας, οι αναβαθμίδες δεν επιδιορθώνονται πλέον. Και η κύρια αιτία καταστροφής τους, είναι η αποίμενη κτηνοτροφία.

Σύμφωνα με τους συγγραφείς: Tomaselli (1977), Thirgood (1981), Tsoumis (1985), η κτηνοτροφία στη μεσόγειο με τον τρόπο που πραγματοποιείτε, θεωρείτε ως μια από της βασικές αιτίες ερημοποποίησης. Στην Ελλάδα, η κτηνοτροφία θεωρείται υπεύθυνη για την ερημοποίηση ιδιαίτερα στις ξηρές και ημίξηρες περιοχές της χώρας, όπως είναι τα νησιά του Αιγαίου. (ΕΕΚΑ 2000).

Η Ελλάδα διαθέτει τον περισσότερο πληθυσμό κατσικιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση ( 47% ), και έρχεται Τρίτη παγκοσμίως μετά την Τουρκία και την Περσία, οι οποίες όμως έχουν πολλαπλάσια γεωγραφική έκταση. (FAO 1990 – 2002).

Στην Ικαρία ο αριθμός των κατσικιών είναι πολαπλλάσιος της ικανότητας των βουνών να τα θρέψουν. Από τη μελέτη που διενήργησε το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (στα πλαίσια των προγραμμάτων του Εγγράφου Προγραμματισμού Αγροτικής Ανάπτυξης 200-2006), για τα λιβάδια της Ικαρίας, διαπιστώθηκε «ότι οι βοσκότοποι της Ικαρίας δεν μπορούν να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες των αιγοπροβάτων» που ανέρχονται σε 43.536.900 MJ ΚΕΓ ετησίως, ενώ η διαθέσιμη ενέργεια από τη βοσκήσιμη ύλη ανέρχεται σε 24.595.630 MJ ΚΕΓ. Αυτό σημαίνει ότι, τα κατά εκτίμηση 27.470 αιγοπρόβατα της Ικαρίας, πρέπει να μειωθούν σύμφωνα με τη μελέτη σε 15.550 κεφαλές, αλλιώς η υποβάθμιση και διαφοροποίηση της χλωρίδας των βουνών προς ξηροθερμικά είδη μικρής βιολογικής αξίας θα συνεχιστεί με αποτέλεσμα και την περαιτέρω υποβάθμιση και ερημοποίηση του περιβάλλοντος και την περαιτέρω υπόσκαψη του μέλλοντος της κτηνοτροφίας.

Η αντίληψη που έχουν οι κτηνοτρόφοι για το περιβάλλον δεν συμβαδίζει με την αντίληψη των ειδικών. Ο αγρότης θεωρεί πως ότι δεν βόσκετε αγριεύει. «αγρίεψε ο τόπος», λένε. Αντίθετα οι Περιβαλλοντολόγοι, Δασολόγοι και Γεωτεχνικοί θεωρούν ότι:

τα ζώα που βόσκουν μέσα στο δάσος καταπατούν τα νεαρά φυτά, τρώνε ή σπάνε τους ακραίους και τους πλάγιους βλαστούς και προκαλούν ζημιές στο φλοιό και τις ρίζες των δενδρυλλίων και δένδρων, αλλοιώνουν τη σύνθεση της υποβλάστησης, προκαλούν συμπίεση των ανωτέρων στρωμάτων του εδάφους, με αποτέλεσμα την αύξηση της επιφανειακής απορροής, τη διατάραξη της υδατικής οικονομίας του εδάφους και τη διάβρωσή του. Τελικά δεν αλλοιώνουν μόνο τη σύνθεση της υποβλάστησης, αλλά και των ίδιων των δασοσυστάδων.

Τις μεγαλύτερες ζημιές τις προκαλούν τα γίδια. Ακόμα και όταν υπάρχουν αρκετές πόες και γράστεις για τη διατροφή τους, κατατρώνε εύκολα φύλλα και βλαστάρια από τα νεαρά νεόφυτα και δενδρύλλια, εξαφανίζοντας εντελώς τη φυσική αναγέννηση των συστάδων. Για την επίδραση της αιγοβοσκής στο Ελληνικό δάσος έχει γράψει επιγραμματικά ο Strehlke (1959), «ή οι Έλληνες θα φάνε τα γίδια του δάσους τους, ή τα γίδια θα κατασπαράξουν τα δάση των Ελλήνων».

Αλλά και τα άλλα ζώα, βοοειδή και πρόβατα, δεν είναι λιγότερο επιζήμια για το δάσος. Τα πρώτα επιφέρουν σοβαρές ζημιές κατατρώγοντας τις κορυφές και τα πλαϊνά κλαδιά των δενδρυλλίων ή πληγώνουν τις ρίζες των δέντρων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία πυλών εισόδου μυκήτων. Όχι σε λίγες περιπτώσεις, η βόσκηση κοπαδιών μέσα στο δάσος, προκαλεί τη δημιουργία μόνιμων εστιών για επιδημίες από έντομα. (Luschinskii, 1958).

Σχετικά με την συμπίεση των ανωτέρων στρωμάτων του εδάφους από τα κοπάδια που οδηγεί στη μείωση του πορώδους του εδάφους και στην ελάττωση του διηθούμενου νερού και την μεγαλύτερη απορροή και διάβρωση, ο Burger, (1945),βρήκε ότι μια αγελάδα ασκεί με την μικρή της οπλή, πίεση 350 kg /dm2, ενώ η πίεση ενός μέσου τρακτέρ, φθάνει μόνο το 40κγ/dm2, (Wittich, 1965).

Από τους παρακάτω πίνακες που παραθέτουμε φαίνεται καθαρά πως η βοσκή ασκεί μια πολύ αρνητική επίδραση σε σχέση με την υδατοπερατότητα, την ταχύτητα διήθησης και την επιφανειακή απορροή των δασικών εδαφών.

Πίνακας 1. Διάρκεια διήθησης σε λεπτά 100 mm νερού σε παλιό δασικό έδαφος και σε έδαφος βοσκότοπου (Burger 1943).

1 Ύστερα από βροχή

Κηπευτικό δάσος ελάτης, ερυθρελάτης, οξυάς 2 ΄

Κορμίδια 13΄

Ισχυρά βοσκόμενο λιβάδι 197΄

2 Ύστερα από περίοδο καλοκαιρίας

Παλιό δάσος με άφθονη υποβλάστηση

. Ελαφρά βοσκόμενο δάσος 14΄

Καθαρό λιβάδι 71΄

Πίνακας 2. Κατά τις παρατηρήσεις του Molchanov, (1966), η βοσκή στην Σοβιετική Ένωση επηρεάζει ισχυρά την ταχύτητα διήθησης και την επιφανειακή απορροή.

Διήθηση νερού και επιφανειακή απορροή σε βοσκόμενο λιβάδι και δάσος (Molchanov,1966)

Συστάδα Βαθμός Βόσκηση Διήθηση Επιφανειακή απόρ-

Συγκόμωσης mm/min ροή mm/mm, %

Βοσκολίβαδο ισχυρή ο,3 5,6 100

Ερυθρελάτης 0,7-0,6 0χι 5,2 0,31 6

0,4 ελαφριά 2,0 1,1 20

0,3 ισχυρή 0,4 2,7 48

Οξυά δίχως 0,7 0χι 3,1 0,04 0,7

Υποβλάστηση 0,5 0χι 2,2 0,18 3

0,3-0,4 0χι 0,8 0,32 6

Από τα παραπάνω στοιχεία, φαίνεται καθαρά ότι η χρησιμοποίηση των δασών ως βοσκολίβαδων και η σταδιακή υποβάθμισή τους σε στέπες και τελικά σε άγονες εκτάσεις, μειώνει δραματικά την απορροφητικότητα του εδάφους, το νερό ρέει στην επιφάνεια, διαβρώνει και ξεπλένει το επιφανειακό γόνιμο χώμα και το μεταφέρει μαζί του στη θάλασσα. Η Ικαρία με αυτό το αντι-οικονομικό είδος κτηνοτροφίας που συντηρεί, χάνει και το χώμα και το νερό της.

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΣΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΠΟΙΗΣΗΣ

Το ιδιοκτησιακό καθεστώς στα βουνά της Ελλάδας, είναι ασαφές πολύπλοκο και χαοτικό. Σύμφωνα με την απογραφή του 1964 το 75% περίπου ανήκει από πλευράς κυριότητας στο δημόσιο. Το υπόλοιπο 25% κατανέμεται μεταξύ ΟΤΑ (9%), συνιδιοκτητών (8%), ιδιωτών (7%), μοναστηριών και ευαγών ιδρυμάτων (1%). Νεότερες όμως απογραφές, ανεβάζουν το ποσοστό των δημοτικών και ιδιωτικών εκτάσεων σε βάρος των δημοσίων! Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη, ότι το δικαίωμα νομής των εκτάσεων αυτών του δημοσίου έχει παραχωρηθεί ήδη από το 1937 στους Δήμους και τις Κοινότητες. Οπότε εκτάσεις που κατά κυριότητα ανήκουν στο δημόσιο, καταγράφονται από τους οργανισμούς ΟΤΑ ως δημοτικές ή κοινοτικές.

Ένα άλλο πρόβλημα είναι, ότι δεν υπάρχει σαφή διαχωρισμός μεταξύ δάσους, δασολίβαδου και λιβαδιού. Επίσης, ουσιαστικά ποτέ δεν εκπονήθηκε και εφαρμόστηκε από το Υπουργείο Γεωργίας μια συγκεκριμένη και ενιαία πολιτική για την διαχείριση των ορεινών εκτάσεων και των λιβαδιών. Η διαμάχη μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών του Υπουργείου για το ποια θα έχει την αρμοδιότητα διαχείρισης των αποκαλούμενων λιβαδιών, καθώς και στην αλλαγή του χαρακτήρα τους προκειμένου να εξυπηρετήσουν άλλους σκοπούς…είναι γνωστή σε όλους.

Πέρα από τα παραπάνω που συνιστούν ένα πολύ γόνιμο περιβάλλον για να αναπτύσσεται η κάθε είδους παρανομία, πρόβλημα αποτελεί και το κοινόχρηστο σύστημα βόσκησης. Όπως είδη είπαμε, η νομή των δημόσιας κυριότητας «λιβαδιών» έχει μεταφερθεί στους Δήμους και τις Κοινότητες. Οι ΟΤΑ διαθέτουν αυτές τις εκτάσεις στους δημότες τους. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι δημότες έχουν το δικαίωμα χρήσης των εκτάσεων αυτών για τα ζώα τους, υπό την προϋπόθεση ότι θα πληρώνουν ένα κατά κεφαλή φόρο στον Δήμο ή στην Κοινότητα, το γνωστό δικαίωμα βοσκής. Αν και η υπάρχουσα νομοθεσία υποχρεώνει το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο να ορίσει τον αριθμό των ζώων που έχει το δικαίωμα να βοσκήσει ο κάθε δημότης-κτηνοτρόφος στις κοινόχρηστες εκτάσεις, τη διάρκεια βόσκησης καθώς και σε ποια συγκεκριμένη περιοχή θα βοσκήσουν τα ζώα, προβλέποντας μάλιστα και σχετικές ποινές στους παραβάτες, εντούτοις καμία από τις διαδικασίες αυτές δεν εφαρμόζεται στην πράξη. Η μόνη ρύθμιση που ακολουθούν οι Δήμαρχοι και οι Πρόεδροι είναι η κατά περίπτωση είσπραξη του δικαιώματος βοσκής, όπου εκεί εμφιλοχωρούν πελατειακές σχέσεις. Έτσι ο κάθε κτηνοτρόφος ανάλογα με το είδος των σχέσεων που αναπτύσσει με την εκάστοτε τοπική αρχή, μπορεί να βόσκει στα κοινόχρηστα λιβάδια όσα ζώα θέλει, για όσο διάστημα θέλει και όπου θέλει, με επακόλουθο να επικρατεί αναρχία με δυσμενείς επιπτώσεις στην παραγωγικότητα των λιβαδικών εκτάσεων. Η κατάσταση αυτή που επικρατεί γενικά στην Ελλάδα, γίνεται ακόμα ποιο δυσμενής στα περισσότερα Ελληνικά νησιά του Αιγαίου και φυσικά και στην Ικαρία διότι εδώ τα ζώα βόσκουν αδέσποτα χωρίς φύλαξη ή ποίμανση, λόγω της απουσίας ποιμένων, οπότε μετακινούνται σε μεγάλες αποστάσεις, εισβάλουν σε γεωργικές καλλιέργειες προκαλώντας μεγάλες καταστροφές ή επισκέπτονται ακόμα και αυλές σπιτιών.

Λέγεται ότι η απουσία ελέγχων από τη μια και το δέλεαρ των επιδοτήσεων από την άλλη, οδήγησε στην υπερβολική αύξηση των γιδιών. Για πολλά χρόνια η επιδότηση του αριθμού των ζώων αύξησε τη βοσκοφόρτωση πέραν της βοσκοϊκανότητας. Αν και η πολιτική της επιδότησης του αριθμού των ζώων έχει αλλάξει πρόσφατα και η χορήγησή τους γίνεται πλέον με βάση τη διαθέσιμη έκταση των βοσκοτόπων, εντούτοις τίποτα δεν έχει αλλάξει διότι δεν λαμβάνεται υπόψη η πραγματική βοσκοϊκανότητα των εκτάσεων.

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΩΝ «ΚΟΙΝΩΝ ΠΟΡΩΝ»

Σε άλλες χώρες όταν κάποιος νοικιάζει το σπίτι του, ο νόμος τον υποχρεώνει να ελέγξει τον αριθμό των ατόμων που θα νοικιάσουν το σπίτι του και να καταγράψει με λεπτομέρειες την κατάσταση του σπιτιού, ώστε ο ενοικιαστής να είναι υπεύθυνος για όποιες καταστροφές κάνει.

Στην δική μας περίπτωση που ο Δήμος νοικιάζει τις δασικές εκτάσεις στους δημότες-κτηνοτρόφους κάτι τέτοιο δεν γίνεται. Το ελληνικό πελατειακό πολιτικό κράτος και η γραφειοκρατία που το αποτελεί, έχει φήμη για την χαριστική μεροληψία προς συντεχνιακά συμφέροντα που εκμεταλλεύονται εμπορικά τον δημόσιο χώρο με το αζημίωτο βέβαια.

Το ζήτημα της διαχείρισης των «κοινών πόρων» ή «πόρων κοινής δεξαμενής» (common pool resources), είναι ένα θέμα διεθνές που έχει απασχολήσει πολιτικούς επιστήμονες που με τα επιχειρήματά τους έδωσαν λαβή στους πολιτικούς για να πάρουν μέτρα προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση.

To 1968 o Hardin Δημοσίευσε στο περιοδικό Science, ένα άρθρο με τίτλο «The Tragedy of the Commons». Σε αυτό το κείμενο, ο Hardin υποστήριξε τη θέση ότι η απουσία ιδιοκτησίας ενός πόρου, και ιδιαίτερα η ελεύθερη πρόσβαση σε αυτόν, έχει ως αποτέλεσμα την υπερεκμετάλλευση και την οικονομική αναποτελεσματικότητά του. Αυτή η θέση διαμόρφωσε από τότε, μια φιλελεύθερη πολιτική γραμμή την οποία ασπάστηκε και ο κεντρώος πολιτικός χώρος, σύμφωνα με την οποία οι δημόσιοι πόροι, πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν και η εκμετάλλευση τους να γίνει με βάση τους μηχανισμούς της αγοράς. Η πραγματοποίηση αυτής της γραμμής, έφερε τα σημερινά γνωστά αποτελέσματα παγκοσμίως, όπου ούτε οι πόροι διασφαλίζονται, ούτε υπάρχει μια ισόρροπη κοινωνική κατανομή του παραγόμενου πλούτου.

Μερικές δεκαετίες μετά το δημοσίευμα του Hardin μια ομάδα ανθρωπολόγων με επικεφαλή τον Berkes που μελέτησαν το πώς οι παραδοσιακές αγροτο-κτηνοτροφικές κοινωνίες εκμεταλλεύονταν τους κοινούς πόρους, είπαν πως αυτό που έχει σημασία για την αειφορική ή καταστροφική εκμετάλλευση ενός πόρου, εξαρτάται από το οικολογικό, οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα η όποιου τύπου εκμετάλλευση.

Στην δική μας Ικαριακή περίπτωση, παρατηρούμε πως στο παρελθόν η κλειστότητα της κοινωνίας την ανάγκαζε να επιδιώκει την αυτάρκεια, και γι΄αυτό τη μέριμνα για την προστασία των φυσικών πόρων. Το πόσο αυτό επιτυνχανότανε ή όχι, το βλέπουμε από τις κοινωνικές ανισορροπίες που κατά καιρούς παρουσιαζόντουσαν και που η κοινωνία τις εξισορροπούσε με τη μετανάστευση, την αλλαγή επαγγελματικών κατευθύνσεων εκτός της αγροτο-κτηνοτροφίας κ.λ.π.

.Όμως αυτή η σχετική μέριμνα της παραδοσιακής κοινωνίας για τη μη εξάντληση των πόρων, διακόπτεται απότομα στην Ελλάδα και στην Ικαρία με τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο, την κατοχή, τον εμφύλιο, και την επακολουθούμενη, συθέμελη αλλαγή που φέρνει η μεταπολεμική υπερπόντια μαζική μετανάστευση. Η γεωργία εγκαταλείπεται, οι αγροί ρημάζουν, σταματάει η συντήρηση των αναβαθμίδων, ενώ προοδευτικά αυξάνει η κτηνοτροφική δραστηριότητα από όσους απομένουν, λόγω αύξησης των διαθέσιμων εκτάσεων προς βόσκηση. Σε λίγο έρχονται και οι επιδοτήσεις, οι οποίες παγιώνουν την αύξηση των ζώων, σε βάρος των φυσικών πόρων. Η Ικαρία παύει να είναι αυτάρκης, και εξαρτά την ύπαρξή της από εξωτερικούς πόρους.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ

ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΠΟΙΗΣΗΣ

Αυτή η νέα κατάσταση, διαμορφώνει νοοτροπίες όπου οι δεσμοί της τοπικής κοινωνίας χαλαρώνουν. Το εθιμικό δίκαιο δεν υφίσταται πια, και οι κρατικοί νόμοι και κανόνες που το αντικαταστούν δεν έχουν την κοινωνική βαρύτητα που είχε άλλοτε το εθιμικό δίκαιο μια και το κράτος βιώνεται ως ένας εξωτερικός παράγοντας και μάλιστα βεβαρημένος με πολλές αμαρτίες. Στην τοπική κοινωνία, υπάρχει η τάση να παραπέμπεται η αιτία για όλα τα προβλήματα στον εξωτερικό παράγοντα, κάτι για το οποίο ευθύνονται και οι τοπικοί κομματικοί μηχανισμοί, οι οποίοι θωπεύουν τα αυτιά των «οπαδών» τους, μη θέτοντας την τοπική κοινωνία εμπρός και στις δικές της ευθύνες.

Η μεταβατική κοινωνικό-οικονομική φάση στην οποία βρίσκεται σήμερα το νησί έχει κρατήσει αρκετά, και ακόμα η τοπική κοινωνία δεν έχει καταφέρει να βρει τις ισορροπίες της. Είναι ζητούμενο η δημιουργία οικονομίας που να στηρίζεται σε πολλούς τομείς και όχι μόνο στον τουρισμό και στην παροχή υπηρεσιών. Είναι ζητούμενο η αναζωογόνηση μιας ποιοτικής γεωργό-κτηνοτροφίας. Είναι ζητούμενο η προστατασία του φυσικού και δομημένου παραδοσιακού περιβάλλοντος, γιατί χωρίς αυτό δεν θα αποχτήσει ποτέ το νησί ποιοτικό τουρισμό. Και οπωσδήποτε είναι ζητούμενο η στήριξη της σύγχρονης, ντόπιας πολιτιστικής δημιουργίας και όχι της εισαγόμενης, γιατί αυτή αποτελεί τον εν δυνάμει φορέα συνείδησης του τόπου.

Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να δούμε έστω επί τροχάδην μέσα από τα προγράμματα της πολιτείας πόσο έχει συνειδητοποιηθεί το πρόβλημα της ερημοποίησης, και τα αποτελέσματα αυτών των προγραμμάτων.

Η Ελλάδα κάτω από διεθνή επιρροή (ΟΗΕ, Ε.Ε, και Διεθνείς περιβαλλοντικές Οργανώσεις), έχει υπογράψει συμβάσεις, και αναλάβει υποχρεώσεις για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ερημοποίησης των εδαφών της.

Κατά την εφαρμογή του πρώτου αγροπεριβαλλοντικού προγράμματος μέσα από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), την δεκαετία του 1990, μόνο το 6% της χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης της Ελλάδος θα καλυπτόταν από προγράμματα προστασίας των εδαφών από τη διάβρωση. Προβλεπόταν μείωση της πίεσης από τη βόσκηση, διαχείριση καμένων εκτάσεων και συντήρηση των αναβαθμίδων. Όμως όπως γράφει ο Γιώργος Βλάχος, 2008, «Στο επίπεδο της πράξης… τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά». Δεν υπήρξε συμμετοχική διαδικασία για την εφαρμογή των προγραμμάτων που είχαν σχεδιαστεί επί χάρτου. Την ευθύνη είχε εξ΄ολοκλήρου ο κεντρικός μηχανισμός του Υπουργείου Γεωργίας με τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, και τις θεσμοθετημένες επιτροπές παρακολούθησης, οι οποίες ποτέ δεν έπαιξαν το ρόλο ο οποίος θεωρητικά τους ανατέθηκε αφού συγκλήθηκαν σπανίως ή και ποτέ.

Από τα τέσσερα εθνικής εμβέλειας μέτρα, μόνο δύο τελικά εφαρμόστηκαν: ένα για την ενίσχυση της βιολογικής γεωργίας και ένα για τη μακροχρόνια παύση καλλιέργειας. Τα άλλα δύο εθνικής εμβέλειας μέτρα που στόχευαν ειδικά στον περιορισμό της διάβρωσης δεν υποβλήθηκαν στην Ευρωπαϊκή επιτροπή προς έγκριση, με δεδομένο ότι στη δεκαετία του 1990 το 38% της ελληνικής επικράτειας απειλείτο από τη διάβρωση (πηγή Υπουργείο Γεωργίας).

Στη δεύτερη περίοδο εφαρμογής αγροπεριβαλλοντικής πολιτικής, δημιουργήθηκε μια Αρχή Διαχείρισης, που ανέλαβε στα πλαίσια του Εγγράφου Προγραμματισμού Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΠΑΑ) να σχεδιάσει ένα πρόγραμμα. Δυστυχώς και σ΄αυτό το πρόγραμμα, τα αγροπεριβαλλοντικά μέτρα περιορίστηκαν επί χάρτου σε ένα 15% του προϋπολογισμού, που στη συνέχεια κατά την αναθεώρηση του 2005 μειώθηκαν περίπου στο μισό! Αλλά ούτε και αυτά τα ελάχιστα κονδύλια μπόρεσαν να αξιοποιηθούν. Να ληφθεί υπόψη ακόμα ότι μεταξύ των μέτρων που επεξεργάστηκε η Επιτροπή Καταπολέμησης της Ερημοποίησης και η οποία συστάθηκε κατόπιν σύμβασης που υπέγραψε η Ελλάδα με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, ήταν α) η μείωση της βοσκοφόρτωσης ειδικά σε βοσκοτόπια με μεγάλες κλίσεις όπως τα Ικαριακά, που είναι παράγοντας επιτάχυνσης της διάβρωσης, και β) η ενίσχυση για διατήρηση και ανακατασκευή αναβαθμίδων σε επικλινείς εκτάσεις με απώτερο σκοπό την προστασία των εδαφών από τη διάβρωση, την αποθήκευση νερού και θρεπτικών στοιχείων. Και τα δύο αυτά μέτρα δεν ευτύχισαν. Στο μεν πρώτο λίγοι κτηνοτρόφοι έδειξαν ενδιαφέρον για την απόσυρση των ζώων τους. Το δεύτερο μέτρο υποβαθμίστηκε από την πολιτική ηγεσία, η οποία κατά την αναθεώρηση του 2003 περιέκοψε το αρχικό ποσό από το 20% του ολικού προϋπολογισμού στο 9%! Και αυτά τα ελάχιστα χρήματα για την επιδιόρθωση αναβαθμίδων πρόλαβαν και τα πήραν ορισμένοι με πληροφόρηση και διασυνδέσεις στην διοίκηση…

Στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1980 υπήρξαν προτάσεις για να συνδεθούν οι επιδοτήσεις με περιβαλλοντικές υποχρεώσεις. Ο όρος που χρησιμοποιήθηκε στην Ευρώπη ήταν οίκο-συνυπευθυνότητα, (ecoresponsibility), αλλά στην Ελλάδα επικράτησε ο όρος «πολλαπλή συμμόρφωση», και σήμαινε μια σειρά υποχρεώσεων του παραγωγού για την προστασία του περιβάλλοντος.

Στην Ελλάδα όμως ποτέ δεν εφαρμόστηκαν επί της ουσίας οι κώδικες ορθών γεωργικών πρακτικών από τη διοίκηση, διότι η ενεργοποίησή τους θα λιγόστευε τα κονδύλια προς τους αγρότες. Μάλιστα κατά την αναθεώρηση αυτών των κωδίκων το 2004, τέθηκαν ηπιότερα όρια βοσκοφόρτωσης, προκειμένου οι αγρότες να καταστρέφουν το περιβάλλον χωρίς να μειώνονται υπό τύπου ποινής οι επιδοτήσεις τους.

Όπως γράφει ο Γ. Βλάχος 2008, «ο ανταγωνισμός με μέτρα έντονου κοινωνικού χαρακτήρα δημοφιλή στους αγρότες και άρα αρεστά στις πολιτικές ηγεσίες, αλλά εύκολα εφαρμόσιμα από τον κρατικό μηχανισμό, είχε σαν αποτέλεσμα στην Ελλάδα τουλάχιστον, τα επιμερισθέντα στο περιβάλλον κονδύλια μετά από δύο αναθεωρήσεις να είναι τα μισά των αρχικών και κάτω από το 10% του συνολικού προϋπολογισμού, και κατά συνέπεια τα λιγότερα στην Ε.Ε.»

Η αγροτική πολιτική Ευρωπαϊκή και Ελληνική, καθόσον ήταν προσανατολισμένη στη μεγέθυνση της παραγωγής, με άμεσα θετικά αποτελέσματα στα γεωργικά εισοδήματα, αλλά έφερνε αρνητικές επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον: εξάντληση και υποβάθμιση των φυσικών πόρων (κυρίως έδαφος και νερό) και από την άλλη, την υποβάθμιση και απώλεια οικολογικά σημαντικών τοπίων, (π.χ. πεζούλες), προχώρησε στην αναθεώρηση της ΚΑΠ. Αποσύνδεσε τις ενισχύσεις από την αγροτική παραγωγή, και παράλληλα απαίτησε μια σειρά ορθών πρακτικών στη γεωργία, την αναδιάρθρωση της αγροτικής οικονομίας και τη σύζευξη της αγροτικής ανάπτυξης με τη διατήρηση του περιβάλλοντος. Οι νέες αυτές τάσεις, ενσωματώθηκαν στα τομεακά προγράμματα (ΕΠΑΑ, ΕΠΑΑΥ) και τοις Κοινοτικές πρωτοβουλίες LEADER. Όμως στην Ελλάδα αυτή η νέα αντίληψη σύζευξης της ανάπτυξης με τη διατήρηση του περιβάλλοντος δεν προχωράει, όπως γράφους οι Κωνσταντίνος Λιάρκος και Απόστολος Γ. Παπαδόπουλος, 2008. «Από την ανάλυση προκύπτει το γενικό συμπέρασμα, ότι το σύστημα σχεδιασμού και εφαρμογής της αγροτικής πολιτικής, παρουσιάζει μια ιδιαίτερη αδράνεια, απέναντι στις σύγχρονες εξελίξεις και προκλήσεις, και εκδηλώνει σημαντικές αντιστάσεις απέναντι στις προσπάθειες τροποποίησης της γεωργο-κεντρικής στόχευσή του. Πολλαπλοί παράγοντες… συμβάλουν προς αυτή την ακαμψία του συστήματος, ανάμεσα στους οποίους οι εγκαθιδρυμένες στάσεις των σχετικών υπηρεσιών και οι ισχυροί δεσμοί τους με τα γεωργικά συμφέροντα που φαίνεται να διαπερνούν σαν κόκκινη κλωστή το συνολικό πρόβλημα»… «Διαπιστώνεται ένα σημαντικό κενό μεταξύ της ρητορικής της Πολιτικής Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ), όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τα επίσημα προγραμματικά κείμενα, και της πρακτικής διάστασής της. Η τελευταία φαίνεται να ακολουθεί τις παλαιότερες πολιτικές κατευθύνσεις. Και αδυνατεί να ενσωματώσει μέτρα περιβαλλοντικής προστασίας και σύζευξη της αγροτικής οικονομίας με τη διατήρηση του περιβάλλοντος».

Η εξέταση όλων αυτών των προγραμμάτων, και των μέσων που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή τους, ο ρόλος των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης στις Ομάδες Τοπικής Δράσης (Ο.Τ.Δ.), και των Αναπτυξιακών Εταιρειών, δείχνει ότι συνολικά στην Ελλάδα ευοδώνονται και προχωρούν προγράμματα που είναι δημοφιλή στους αγρότες και στις πολιτικές ηγεσίες, όπως οι εξισωτικές αποζημιώσεις και οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, διότι αυτά τα προγράμματα έχουν άμεσα πολιτική ανταποδοτικότητα στις πολιτικές ηγεσίες, και ταυτόχρονα εύκολα για τον διοικητικό μηχανισμό, να τα σχεδιάσει και να τα εφαρμόσει.

Αντίθετα μια άλλη δέσμη προγραμμάτων, όπως τα αγροπεριβαλλοντικά για τη διάσωση δασικών και γεωργικών γαιών, από τη διάβρωση και ερημοποίηση, επειδή απευθύνονται σε πληθυσμούς που δεν έχουν συνειδητοποιήσει το πρόβλημα και εξ΄αυτού δεν αποδίδουν πολιτικά οφέλη στις πολιτικές ηγεσίες, δεν ευοδώνονται. Για το λόγω ακόμα επειδή τέτοια προγράμματα είναι καινοτόμα στο σχεδιασμό, απαιτητικά στην εφαρμογή και συνεπώς δύσκολα στην απορρόφηση κονδυλίων από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτά τα προγράμματα για την καταπολέμηση της ερημοποίησης δεν προχωρούν καθόλου στην Ελλάδα, ή αρχίζουν και γρήγορα εγκαταλείπονται στη μέση. Η κατάσταση αυτή αποκαλύπτει την νοοτροπία που διέπει τις πολιτικές ηγεσίες στην Ελλάδα, όπου δίνουν προτεραιότητα σε ότι θα τους εξασφαλίσει την επανεκλογή στην εξουσία, με αποτέλεσμα το πελατειακό ρουσφετολογικό κράτος που έχουν δημιουργήσει, να μην είναι σε θέση και ως διοικητικός μηχανισμός να ανταποκριθεί σε ζητήματα με κάποιο ειδικό βάρος όπως τα περιβαλλοντικά, στο σχεδιασμό την εφαρμογή, και την παρακολούθηση υλοποίησής τους.

Κλείνοντας αυτό το κείμενο και λαμβάνοντας υπόψη τις δυσκολίες που υπάρχουν σε όλα τα επίπεδα, ο μόνος τρόπος για να βγούμε από τα σημερινά αδιέξοδα, και να ακολουθήσει ο τόπος μια ορθολογική πολιτική για το νερό, είναι η ευαισθητοποίηση ενός όλο και μεγαλύτερου αριθμού πολιτών γύρω από αυτά τα θέματα, έτσι που αυτή η ευαισθητοποίηση, να αποτελέσει την αιχμή μιας πίεσης προς τους κομματικούς – πολιτικούς μηχανισμούς της ελληνικής κοινωνίας, που δια της άσκησης της πολιτικής και τις κατευθύνσεις που δίνουν στην κοινή γνώμη, κρατάνε στα χέρια τους τις τύχες αυτού του τόπου.

Συνήθως οι κοινωνίες που δεν είναι σε θέση να λάβουν εγκαίρως αποφάσεις στα προβλήματά τους, και θεωρούν πως υπεύθυνοι γι΄ αυτά είναι πάντα κάποιοι εσωτερικοί ή εξωτερικοί εχθροί, ξεπερνιούνται από τα προβλήματα με κόστος. Λέγεται από πολλούς ιστορικούς, ότι ο Μινωικός πολιτισμός έσβησε με την καταστροφή (φυσική ή ανθρώπινη) των δασών της Κρήτης. Και ότι ο άλλοτε ακμαίος Αραβικός πολιτισμός καταφαγώθηκε από τα δόντια των γιδιών των Βεδουίνων. Η ικαριακή κοινωνία αν δεν στοχεύσει στα δύσκολα, δηλαδή στην προστασία των βουνών της από την ερημοποίηση, αν δεν κάνει εκτεταμένες αναδασώσεις, και αν δεν ελέγξει την κτηνοτροφία της και παραμείνει σε μια πολιτική για το νερό στηριζόμενη σε γεωτρήσεις και τσιμεντοφράγματα, θα μπει σε βαθιά κρίση από την έλλειψη ενός αγαθού που είναι το κυριότερο για την ύπαρξη μιας πολιτισμένης κοινωνίας.

Γιώργος Μιχελακάκης

Σχολιάστε